- ευλογοφανής
- ης, ες1) кажущийся правильным, справедливым, здравым, разумным, логичным; 2) кажущийся серьёзным (о причине и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐλογοφανής — seeming probable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογοφανής — ές (ΑΜ εὐλογοφανής, ές) ο επιφανειακά γνήσιος ή ειλικρινής, ο αληθοφανής. επίρρ... ευλογοφανώς (Μ εὐλογοφανῶς) με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλογος + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, εμ φανής] … Dictionary of Greek
ευλογοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που φαίνεται εύλογος, δίκαιος: Ευλογοφανής άρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογοφανῆ — εὐλογοφανής seeming probable neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐλογοφανής seeming probable masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογοφανεῖ — εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογοφανεῖς — εὐλογοφανής seeming probable masc/fem acc pl εὐλογοφανής seeming probable masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογοφανοῦς — εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογοφανέσι — εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογοφανέσιν — εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογοφανῶν — εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογοφανῶς — εὐλογοφανής seeming probable adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)